- αδιαφορώ
- (Α ἀδιαφορῶ, -έω) [ἀδιάφορος]είμαι αδιάφορος, δείχνω αδιαφορία, είμαι αμελής, δεν ενδιαφέρομαι για κάτιαρχ.1. δεν διαφέρω, είμαι όμοιος με κάποιον ή με κάτι2. είμαι ασήμαντος, αμελητέος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδιαφορώ — αδιαφορώ, αδιαφόρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αδιαφορώ — αδιαφόρησα, δεν ενδιαφέρομαι: Του εξήγησα την κατάσταση, αλλά εκείνος αδιαφορεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιαφορῶ — ἀδιαφορέω to be indifferent pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀδιαφορέω to be indifferent pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφόρῳ — ἀδιάφορος not different masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαδιαφορώ — ἐξαδιαφορῶ, έω (Α) [αδιαφορώ] αδιαφορώ εντελώς … Dictionary of Greek
κατολιγωρώ — κατολιγωρῶ, έω (ΑΜ) αδιαφορώ για κάτι εντελώς, παραμελώ τελείως κάτι («κατολιγωρήσαντες δὲ τοῡ δικαίου», Λυσ.) αρχ. 1. είμαι αμελής 2. καταφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀλιγωρῶ «αδιαφορώ, παραμελώ»] … Dictionary of Greek
παραβλέπω — παράβλεψα 1. Βλέπω πολύ καλά: Βλέπω και παραβλέπω. 2. βλέπω κάπως, δεν βλέπω ικανοποιητικά: Μετά την εγχείρηση η γιαγιά δεν παραβλέπει. 3. κάνω πως δε βλέπω, αδιαφορώ, δε δίνω πολλή σημασία: Μπορεί να κάνει λάθη ο υπάλληλος, μα παράβλεπε και συ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε … Dictionary of Greek
ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
αγνοώ — ἀγνοῶ (Α έω) 1. δεν έχω γνώση κάποιου πράγματος, δεν γνωρίζω, έχω άγνοια 2. παθ. διαφεύγω την προσοχή τών άλλων, μένω άγνωστος, δεν γνωρίζουν τίποτε για την τύχη μου νεοελλ. 1. προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ, περιφρονώ,… … Dictionary of Greek